- Σουδανός
- ο, θηλ. Σουδανή Ν [Σουδάν]1. κάτοικος τού Σουδάν2. αυτός που κατάγεται από το Σουδάν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μοχάμετ Αμπντουλάχ — Σουδανός επαναστάτης εναντίον των Άγγλων. Βλ. λ. μάχντι … Dictionary of Greek
Σουδανέζος — ο, θηλ. Σουδανέζα, Ν ο Σουδανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σουδάν + κατάλ. έζος (πρβλ. Κιν έζος, Πολων έζος)] … Dictionary of Greek
Μάχντι — (Mahdi). Πρόσωπο του Ισλαμ, το οποίο πιστεύεται ότι θα ανορθώσει την ισλαμική πίστη (αραβ. Mahdi = Αυτός που οδηγείται ορθά). Σύμφωνα με τους σουννίτες, πρόκειται για απόγονο του Μωάμεθ, ο οποίος κατά τους έσχατους καιρούς θα θέσει τέρμα στον… … Dictionary of Greek